- ηλιοφοβία
- η(ιατρ.) ψυχοπαθολογική κατάσταση ατόμου που κατέχεται από έμμονο φόβο προς το ηλιακό φως, η φωτοφοβία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηλιοφοβία — η παθολογικός φόβος τού ηλιακού φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. helio phobe < helio (πρβλ. ήλιο *) + phobe (πρβλ. φοβία). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
-φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
ηλιόφοβος — η, ο αυτός που πάσχει από ηλιοφοβία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliophobous < helio (πρβλ. ηλιο *) + phobous (πρβλ. φόβος)] … Dictionary of Greek
ηλιόφοβος — η, ο αυτός που για ψυχολογικούς λόγους φοβάται τον ήλιο και το φως γενικά. Ουσ. ηλιοφοβία, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)